ΚΕΝΤΡΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ (Κ.Δ.Α.Π.) Μια παιδαγωγική «Όαση» εποικοδομητικών δραστηριοτήτων 2ο Μέρος: Η συμβολή τους στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών


Ο πρώην Υπουργός Παιδείας κύριος Ανδρέας Λοβέρδος, μικρό διάστημα πριν την πτώση της προηγούμενης Κυβέρνησης και τη διεξαγωγή εκλογών, είχε εξαγγείλει μεταξύ των άλλων, την πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Μιλώντας σε εκπομπή της ΝΕΡΙΤ αναφέρθηκε στη σημασία του γεγονότος των μεταρρυθμίσεων, χαρακτηρίζοντάς τις
ως σπουδαιότατο θέμα, που πρέπει να αντιμετωπισθεί με ιδιαίτερη σοβαρότητα. Πρότεινε μάλιστα, για τη λήψη αποφάσεων, την άμεση σύγκλιση του Εθνικού Συμβουλίου για θέματα Παιδείας, αποτελούμενο από όλους τους πρώην Υπουργούς του Υπουργείου Παιδείας.  
Βασική του επιδίωξη η μείωση των μαθημάτων στο Δημοτικό Σχολείο και η εισαγωγή, όπως επακριβώς ανέφερε, «της Δημιουργικής Απασχόλησης, της άθλησης και των καλλιτεχνικών» στο ημερήσιο πρόγραμμά του. Αναφερόμενος στην αναγκαιότητα αυτή τόνισε ότι θα φέρει, ύστερα από τρίμηνη διαβούλευση, το σχέδιο Νόμου στη Βουλή για υπερψήφιση. Μόλις με τρεις φράσεις, περιέγραψε σε γενικές γραμμές τη φιλοσοφία του Νομοσχεδίου, αναφέροντας επιγραμματικά τα εξής: «....Κατά βάση, η φιλοσοφία της πρότασης που θα κάνω είναι λιγότερα μαθήματα, περισσότερη ενασχόληση με ζητήματα που ολοκληρώνουν το παιδί. Δημιουργική απασχόληση, άθληση, καλλιτεχνικά. Το να έχεις 18 μαθήματα στο Δημοτικό, είναι απόδειξη ότι είσαι για το τρελοκομείο, είναι απόδειξη ότι για κάποιον άλλον δουλεύεις, όχι για τα παιδιά....». (οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Ως γνωστόν ο πρώην Υπουργός προέρχεται από το χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, έχοντας ως καθηγητής Πανεπιστημίου άμεση σχέση με παιδαγωγικής φύσεως θέματα, ενώ ως παλαιός νομικός τυγχάνει γνώστης της Νομικής επιστήμης. Σημειωτέον ότι η αναφορά στο όνομά του δε σημαίνει αυτόματα και την από μέρους μας υιοθέτηση γενικά των θέσεών του σε θέματα παιδείας ή σε άλλους τομείς δραστηριοποίησής του. Ούτε φυσικά υποδηλώνει οποιαδήποτε ιδεολογική, κομματική, πολιτική ή άλλη σύμπλευση ή ταύτισή μας με το πρόσωπό του. Απλά αναφέρονται οι θέσεις του, τις οποίες θεωρούμε ότι κινούνται σε γενικές γραμμές προς την ορθή κατεύθυνση, σχετικά με το σοβαρό αυτό ζήτημα που ακούει στο όνομα «Δημιουργική Απασχόληση».
Είναι γνωστά σε όλους εμάς που ασχολούμαστε με την εκπαίδευση, τη ψυχολογία και τις άλλες συναφείς σχετιζόμενες με τον άνθρωπο επιστήμες, τα στάδια από τα οποία διερχόμαστε όλοι, από τη γέννηση μέχρι την «αναχώρησή» μας, προκειμένου να διαμορφωθεί η προσωπικότητά μας. Τα στάδια αυτά, εκτός από τον γνωστικό και ψυχοσυναισθηματικό τομέα, επηρεάζουν και όλα ανεξαιρέτως τα λοιπά πεδία ανάπτυξης του ανθρώπου, συμβάλλοντας αναλογικά το καθένα στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Τα αποτελέσματα ερευνών κορυφαίων εκπροσώπων του κλάδου όπως οι Piaget, Erikson, Mahler, Freud κλπ είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους εμάς τους εκπαιδευτικούς και δε θα χρειασθεί να γίνει σχετική αναφορά σε αυτά. Είναι γνωστό επίσης ότι αυτά έχουν συμπληρωθεί τα τελευταία χρόνια, με πορίσματα νεοτέρων, αλλά εξίσου σημαντικών με τους προηγούμενους μελετητών.
Ένα είναι το γεγονός, ότι η πλειοψηφία τόσο των παλαιών όσο και των νεωτέρων ερευνητών εκφράζουν τη βεβαιότητα ότι η κρίσιμη περίοδος της ηλικίας του ανθρώπου, για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, βρίσκεται στα πρώτα έτη της ζωής του και ιδιαίτερα στο κομβικό χρονικό διάστημα των 5 έως 12 με 13 ετών. Αυτό ακριβώς που υπαινίχτηκε ο πρώην Υπουργός όταν τόνιζε: «…περισσότερη ενασχόληση με ζητήματα που ολοκληρώνουν το παιδί..» Γιατί, τόσο αυτός, όσο και οι σύμβουλοί του στα θέματα εκπαίδευσης, έχοντας υπόψη τους παλιά και νέα επιστημονικά δεδομένα, αντιλήφθηκαν ότι οι γνώσεις από μόνες τους δεν επαρκούν για την «ολοκλήρωση» της προσωπικότητας του παιδιού. Αντιλήφθηκαν ότι αυτό που πρέπει να εφαρμοσθεί έγκαιρα στα παιδιά που φοιτούν στο Δημοτικού Σχολείου, προκειμένου να αποτραπούν τυχόν ανεπιθύμητες από μέρους τους συμπεριφορές στο μέλλον, είναι η «Δημιουργική Απασχόληση». Μια «Δημιουργική Απασχόληση» που θα διεξάγεται, με αυστηρά παιδαγωγικούς όρους και προϋποθέσεις, σε ένα κατάλληλα διαμορφωμένο και εμπλουτισμένο με τα αναγκαία μέσα και υλικά «Παιδαγωγικό» περιβάλλον, από καταρτισμένους εκπαιδευτικούς. Περιέγραψε δηλαδή τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες εδώ και 20 και πλέον χρόνια λειτουργούν τα Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης σε όλη τη Χώρα.    
Επειδή στις προθέσεις μας είναι το άρθρο αυτό να διαβασθεί και να κατανοηθεί και από τους αρμοδίους αιρετούς άρχοντες, οι οποίοι ίσως να μη διαθέτουν επαρκείς επιστημονικές παιδαγωγικές γνώσεις, θα προσπαθήσουμε να μην υπεισέρθουμε σε επιστημονικούς, δυσνόητους ή και ακατανόητους ακόμη για αυτούς, όρους. Θα προσπαθήσουμε με παραδείγματα, όπως αυτό που ακολουθεί, να αποδείξουμε ότι το ηλικιακό διάστημα μεταξύ των 5 έως 12 με 13 ετών είναι το πλέον κρίσιμο, στη ζωή του ανθρώπου, διάστημα. Ένα διάστημα που αποτελεί «σταθμό» στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και συμβάλει καθολικά στην ολοκλήρωσή της. 
Ο «Νομοθέτης» πριν από τη θέσπιση κάποιου νόμου λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη του τα επιστημονικά πορίσματα διαφόρων επιστημών και των κλάδων τους. Έτσι, παραδείγματος χάρη, για να περιγράψει και να οριοθετήσει ποια είναι «παιδιά» και ποιοι είναι οι «έφηβοι», κατά την σύνταξη του Ποινικού Κώδικα, έλαβε υπόψη του εκτός από τις μελέτες των επιστημόνων της Νομικής επιστήμης και τα πορίσματα των επιστημόνων όλων των συναφών κλάδων που προαναφέραμε. Όρισε λοιπόν ως «παιδιά» αυτά που έχουν ηλικία 7 έως 12 ετών, προκειμένου να τα διαχωρίσει από τους εφήβους και να τα «συμπεριφερθεί» διαφορετικά. Λαμβάνοντας υπόψη του ο «Νομοθέτης» το νεαρό της ηλικίας τους, για την ακρίβεια τη μη ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους, τα απαλλάσσει τελείως από τον περιορισμό τους σε κάποιο κατάστημα κράτησης νέων, σε αντίθεση με τους εφήβους για τους οποίους εφαρμόζει άλλα μέτρα.   
Επιπλέον, μόλις πριν δύο χρόνια με τον Ν. 3189/2013 ο «Νομοθέτης», λαμβάνοντας υπόψη του τα νέα διεπιστημονικά πορίσματα, αύξησε το όριο αυτό, περιλαμβάνοντας πλέον την ηλικία των 8 έως 13 ετών. Δηλαδή, αν κάποιος νέος που βρίσκεται σε ηλικία μεταξύ 8 και 13 ετών διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα δεν του επιβάλλεται ποινή, δηλαδή περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, αλλά εφαρμόζονται στην περίπτωσή του θεραπευτικά ή αναμορφωτικά μέτρα. Όχι δηλαδή ποινή, όχι τιμωρία, γιατί αναγνωρίζει ο νομοθέτης ότι δεν ευθύνεται το παιδί αλλά όλοι οι υπόλοιποι Θεσμοί (Πολιτεία, Οικογένεια, Σχολείο κλπ) που δε φρόντισαν για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Γι’ αυτό η Πολιτεία, μέσω ενός εκ των Θεσμών της, αυτού της Δικαιοσύνης, εφαρμόζει έστω και καθυστερημένα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, προσπαθώντας να διορθώσει την αδράνεια και ολιγωρία άλλων Θεσμών της, που δεν ενήργησαν προηγουμένως έγκαιρα και αποτελεσματικά. Άλλωστε αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 126 του Ποινικού Κώδικα (ανήλικοι ποινικώς ανεύθυνοι), «η αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε από ανήλικο οκτώ έως δεκατριών ετών δεν καταλογίζεται σε αυτόν», δεν επιδέχονται καμία απολύτως αμφισβήτηση ή παρερμηνεία. Ο «καταλογισμός» αυτός βαρύνει πρόσωπα και Θεσμούς που δεν ενήργησαν ορθώς και εγκαίρως και όχι τον ανήλικο. 
Τα παραπάνω αναφέρθηκαν προκειμένου να τονισθεί η σπουδαιότητα της νεαρής ηλικίας και δη της ηλικίας έως αυτής των 12 ετών, η οποία και αποτελεί το ανώτατο όριο ηλικίας των παιδιών που εκπαιδεύονται στους χώρους των Κ.Δ.Α.Π (παιδιά 5 έως 12 ετών). Με αδιάσειστα πλέον στοιχεία προκύπτει ότι το χρονικό αυτό διάστημα αποτελεί τον καθοριστικότερο παράγοντα διαμόρφωσης της συμπεριφοράς ενός παιδιού. Επιπλέον το διάστημα αυτό κρίνεται ως απολύτως κρίσιμο για την εφαρμογή της κατάλληλης ψυχοπαιδαγωγικής παρέμβασης προκειμένου να επιτευχθεί η τροποποίηση μιας ανεπιθύμητης, για το κοινωνικό περίγυρο του παιδιού, συμπεριφοράς.
Φυσικά η διαμόρφωση και η τροποποίηση τέτοιων συμπεριφορών δε γίνεται «αυτόματα», ούτε από μόνη της. Χρειάζεται να επιλεγούν έγκαιρα συγκεκριμένες έγκριτες ψυχοπαιδαγωγικές μέθοδοι, οι οποίες και θα προσπαθήσουν να προσεγγίσουν την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του κάθε παιδιού, να ενεργοποιήσουν το θετικό δυναμικό του, απαλείφοντας ταυτόχρονα ή δυνατόν όλα τα αρνητικά του στοιχεία. Και αν αυτό δεν γίνει έγκαιρα, πριν την εκδήλωση δηλαδή της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς, στο χώρο ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος, όπως αυτό των Κ.Δ.Α.Π, με τη σύμπραξη εκπαιδευτικών και τοπικών ή περιφερειακών παραγόντων, είναι ήδη αρκετά αργά και κατόπιν «εορτής» να γίνει με τη σύμπραξη Εισαγγελέων, Δικαστών, Αναμορφωτών, Θεραπευτών στις αίθουσες των Δικαστηρίων, των Σωφρονιστικών καταστημάτων και των Φυλακών.      
Όπως, με πολύ συνοπτικό αλλά ξεκάθαρο πιστεύουμε τρόπο προαναφέρθηκε, οι παιδαγωγικές αυτές παρεμβάσεις δεν μπορεί να γίνουν από τυχαίους εθελοντές, που θα κληθούν να στελεχώσουν μια Δομή ενός Κ.Δ.Α.Π, όση καλή διάθεση και αν έχουν τα πρόσωπα αυτά. Δεν μπορούν οι παρεμβάσεις αυτές να έχουν βραχύχρονη διάρκεια, ισόχρονη κάθε φορά με τις εκάστοτε δίμηνες, πεντάμηνες ή και οκτάμηνες ακόμη συμβάσεις τους. Δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν περιστασιακά, ευκαιριακά, αποσπασματικά, γιατί, όπως γνωρίζουν πολύ καλά οι ειδικοί, μπορεί να φέρουν ακριβώς αντίθετα, από τον επιδιωκόμενο της παρέμβασης σκοπό, αποτελέσματα. Κάτι δηλαδή ανάλογο με την υποτροπή που παθαίνουμε, όταν αυθαίρετα και παρά τις αντίθετες συστάσεις του γιατρού, διακόπτουμε και δεν ολοκληρώνουμε την θεραπευτική αγωγή που μας χορήγησε. Φυσικά ούτε σε περιβάλλοντα που λειτουργούν με τους ανταγωνιστικούς και κερδοσκοπικούς κανόνες και όρους, που επιβάλει η λειτουργία κάθε μορφής «επιχείρησης», που απώτερο για να μην πούμε αποκλειστικό σκοπό έχει το κέρδος, έστω και αν είναι «συνεταιριστική», μπορεί να εφαρμοσθεί. Γιατί πρόκειται για θέματα Παιδείας και Εκπαίδευσης και σε καμία περίπτωση θέματα εμπορικών, οικονομικών ή άλλων κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων και συναλλαγών. 
Είναι γνωστό ότι η βασική αρετή που κοσμεί το σύνολο σχεδόν των εθελοντών είναι η θέλησή τους για ανιδιοτελή συνεισφορά προς τον «πλησίον» και το κοινωνικό σύνολο γενικότερα. Ωστόσο, άλλο πράγμα είναι η θέληση για προσφορά και άλλο η επιστημονικά τεκμηριωμένη ψυχοπαιδαγωγική παρέμβαση, που πραγματοποιείται μόνο με τη σύμπραξη επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων και για μακρά χρονικά διαστήματα. Φανταζόμαστε όλοι ποια αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει η από κοινού αντιμετώπιση, αγαστή συνεργασία και σύμπραξη των δασκάλων του σχολείου, του παιδοψυχίατρου, του παιδοψυχολόγου, τυχόν λογοθεραπευτή, ψυχοθεραπευτή και των παιδαγωγών του Κ.Δ.Α.Π, για την αντιμετώπιση του προβλήματος ενός παιδιού που φέρει τη διάγνωση «προκλητική διαταραχή». Γιατί είναι σχεδόν βέβαιο ότι, αν δεν αντιμετωπισθεί σωστά και από ειδικούς, η συμπεριφορά αυτή θα «υποτροπιάσει» και θα εξελιχθεί πλέον στο επόμενο στάδιο αυτό της «διαταραχής της διαγωγής». Τέλος ήμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι σύντομα θα δούμε το παιδί αυτό να αναπτύσσει πλέον παραβατική συμπεριφορά έναντι του κοινωνικού συνόλου. Θα το δούμε να συμμετάσχει ή και να πρωταγωνιστεί ακόμη στους σχολικούς χώρους, προξενώντας κάθε μορφής εκφοβισμό στους συμμαθητές του και όχι μόνο.  
Αναφερθήκαμε στη συνεργασία που οφείλουν να έχουν όλοι οι παραπάνω επιστήμονες με τους παιδαγωγούς των Κ.Δ.Α.Π, γιατί ακριβώς στο σημείο αυτό έγκειται και η επιτυχία του θεσμού αυτού. Στη διαμόρφωση δηλαδή της προσωπικότητας του παιδιού και την ομαλή ένταξή του στην κοινωνία. 
Ο πρώην υπουργός έκανε σαφή διαχωρισμό μεταξύ των μαθημάτων, τον αριθμό των οποίων ήταν μέσα στις προθέσεις του να μειώσει και στην «περισσότερη ενασχόληση με ζητήματα που ολοκληρώνουν το παιδί».
 Και γεννιέται το εξής απλό ερώτημα: Τα μαθήματα που διδάσκονται στο Δημοτικό δεν αρκούν για να ολοκληρωθεί το παιδί; Η απάντηση φυσικά δίδεται από το ίδιο πρόσωπο και ταυτίζεται με τα πορίσματα όλων των συναφών με την ανάπτυξη και καλλιέργεια του παιδιού επιστημών. Όχι, κατηγορηματικά όχι. Δεν αρκούν οι γνώσεις για την ολοκλήρωση της προσωπικότητας ενός παιδιού. Άλλο πράγμα είναι η πρόσκτηση γνώσεων, η οποία μπορεί να διαρκεί εφόρου ζωής «…..γηράσκω αεί διδασκόμενος…» και άλλο η διαμόρφωση, η διάπλαση του χαρακτήρα ενός παιδιού, η οποία δεν περνάει μόνο μέσα από τη γνώση. Άλλος ο βασικός ρόλος του Δημοτικού Σχολείου και άλλος ο βασικός ρόλος των Κ.Δ.Α.Π. Άλλο πράγμα η μάθηση και άλλο πράγμα η «δημιουργική απασχόληση», άλλο το «κακό» βιβλίο, άλλο το «καλό» βιβλίο, άλλο το παιχνίδι με τα video games και το «αίμα» που τα συνοδεύει και άλλο το «δημιουργικό παιχνίδι», άλλο η αποχαύνωση της τηλεόρασης και άλλο η ψυχαγωγία με τη μουσική, το θεατρικό παιχνίδι, την παντομίμα, άλλο η παχυσαρκία και άλλο η διάπλαση του σώματος, άλλο η ανεξέλεγκτη χρήση του διαδικτύου και άλλο η διδαχή των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν από την κακή του χρήση. Και όλα αυτά, όπως καταλαβαίνουμε όλοι, είναι προϊόντα διδαχής και αποτελούν τα γνωστικά αντικείμενα των εκπαιδευτικών που στελεχώνουν τα Κ.Δ.Α.Π. Γιατί αυτά είναι τελικά τα βασικά στοιχεία που βοηθούν το παιδί να ζει και να πορεύεται ως ένα καλλιεργημένο και με ανθρώπινα χαρακτηριστικά ΠΡΟΣΩΠΟ μέσα στην κοινωνία, ανεξάρτητα από την όποια επιστημονική ή όχι κατάρτιση αποκτήσει.      
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε την υπεροχή των Κ.Δ.Α.Π, έναντι του Δημοτικού Σχολείου, στο κρίσιμο αυτό σημείο που εξετάζουμε και αφορά την διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού. Θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι η εφαρμογή των ψυχοπαιδαγωγικών μεθόδων τροποποίησης μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς συντελείται καλύτερα στους χώρους τους από ό,τι στις αίθουσες ενός Δημοτικού Σχολείου. Εξυπακούεται ότι οι προθέσεις μας σε καμία περίπτωση δεν είναι να μειώσουν το κύρος του Δημοτικού Σχολείου, ούτε φυσικά τη βασική του αποστολή, την οποία θεωρούμε εκ των ων ουκ άνευ στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Πρόθεσή μας είναι να τονίσουμε ιδιαίτερα τον συμπληρωματικό ρόλο και την απαραίτητη, όσο ποτέ άλλοτε, συνεισφορά των δομών των Κ.Δ.Α.Π στο γενικότερο εκπαιδευτικό σύστημα. Γιατί πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο ρόλος των Κ.Δ.Α.Π, πέραν της γενικότερης αποστολής τους προς την εργαζόμενη μάνα, την οικογένεια κλπ, είναι να αποτελέσουν, όσο γίνεται πιο σύντομα, έναν από τους βασικούς πυλώνες του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Έναν πυλώνα που θα συμβάλει, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο στον ίδιο χώρο, στη ανάπτυξη και καλλιέργεια της προσωπικότητας των παιδιών.    
Είναι γνωστό ότι οι δάσκαλοι στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση καταβάλουν συνεχώς προσπάθεια κάλυψης συγκεκριμένης ύλης, την οποία επιβάλλει το Υπουργείο Παιδείας. Είναι γνωστό σε όλους εμάς τους εκπαιδευτικούς ότι το ελληνικό σύστημα χαρακτηρίζεται από την ανελαστικότητά του, σε σχέση με τα άλλα Ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα. Το άτεγκτο αυτό εκπαιδευτικό σύστημα δεν αφήνει σχεδόν κανένα  περιθώριο στους εκπαιδευτικούς να ελιχθούν και να δράσουν, λαμβάνοντας υπόψη τους κάθε φορά τις τοπικές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της κάθε κοινωνίας, το γνωστικό και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των μαθητών, καθώς και πληθώρα άλλων γενικών και ειδικών παραγόντων. Είναι υποχρεωμένοι να καλύπτουν μια συγκεκριμένη διδακτική ύλη, μέσα σε προκαθορισμένες διδακτικές ώρες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, αν και θέλουν, να μην μπορούν να ασχοληθούν επαρκώς με «ιδιαίτερα» παιδιά, με «ιδιαίτερες» καταστάσεις. Δεν μπορούν να παρεκκλίνουν, διαθέτοντας έστω και λίγο χρόνο από τη διδακτική τους ώρα, προκειμένου να εφαρμόσουν μια απολύτως αναγκαία ψυχοπαιδαγωγική παρέμβαση που αφορά τυχόν ανεπιθύμητη συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων από τα παιδιά τους. Γενικά αδυνατούν να καλλιεργήσουν, στο βαθμό που θα ίσως θα ήθελαν, την ευγενική άμιλλα μεταξύ των παιδιών, με αποτέλεσμα το πνεύμα του ανταγωνισμού και όχι του υγιούς συναγωνισμού να μπαίνει από πολύ νωρίς στη σκέψη και τη βούλησή τους, κάτι που αργότερα γίνεται πλέον τρόπος ζωής τους.       
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού είναι γνωστή η κατάργηση της βαθμολογικής κλίμακας (5–10) και η αντικατάστασή της με άλλης μορφής αξιολόγηση. Ωστόσο είναι φυσικό και απολύτως θεμιτό να υπήρχε και να εξακολουθεί να υπάρχει, έστω και μια υποτυπώδης αξιολόγηση των μαθητών στο πεδίο των γνωστικών τους ικανοτήτων. Άλλωστε είναι φυσικό άλλα παιδιά να τα καταφέρνουν καλύτερα με τα μαθηματικά και άλλα με την ιστορία ή την γεωγραφία. Ωστόσο για να είναι αντικειμενική η αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και όλα τα ιδιαίτερα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα του κάθε παιδιού. Δεν μπορούμε παραδείγματος χάρη να απαιτούμε από το δυσλεκτικό παιδί, ή από αυτό που εμφανίζει δυσαναγνωσία, δυσαριθμησία κλπ να επιτυγχάνει τις ίδιες μαθησιακές επιδόσεις με τα υπόλοιπα παιδιά. Δεν μπορούμε να απαιτούμε από ένα παιδί που έχει πρόβλημα με τη «λεπτή κινητικότητά» του να μπορεί να έχει τις ίδιες επιδόσεις στην ορθογραφία και καλλιγραφία με τα υπόλοιπα παιδιά. Όμως, όσο θα υπάρχει στο σχολείο οποιαδήποτε μορφής αξιολόγηση, αυτή πάντα θα καλλιεργεί ένα ανταγωνιστικό, βαθμοθηρικό πνεύμα μεταξύ των παιδιών, που ενίοτε ξεπερνά τα όρια της ευγενικής άμιλλας. 
Οι εκπαιδευτικοί για τη μείωση του φαινομένου αυτού, πέραν των άλλων εκπαιδευτικών πρακτικών, επικεντρώνονται κυρίως στην ομαδοσυνεργατική διδασκαλία. Προσπαθούν δηλαδή να φέρουν πιο κοντά τα παιδιά, με την ανάθεση σε αυτά ομαδικών εργασιών, προκειμένου να αναπτύξουν πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας. Προσπαθούν να κοινωνικοποιήσουν έγκαιρα τα παιδιά ώστε να μην αποκτήσουν ανταγωνιστικό, χρησιμοθηρικό πνεύμα, αλλά να αναπτύξουν πνεύμα αλτρουισμού και αλληλοπεριχώρησης. Ωστόσο είναι πολύ δύσκολο, έχοντας ως μέσα ένα στρογγυλό τραπέζι, βιβλία και τετράδια, να πετύχεις το εγχείρημα αυτό. Γιατί πάντα θα υπάρχουν τα παιδιά που θα υπερέχουν σε γνώσεις και θα επαίρονται για αυτό, σε βάρος των άλλων που θα υστερούν στον τομέα αυτόν. 
Και γεννιέται το ερώτημα: Με τον λιγότερο οξυδερκή μαθητή ή αυτόν που παρουσιάζει μαθησιακές ή άλλης μορφής παιδαγωγικές, ψυχολογικές, συναισθηματικές και λοιπές δυσκολίες, τι μέλλει γενέσθαι; Σχεδόν τίποτε, για τον εξής απλούστατο λόγο. Ο εκπαιδευτικός είναι πολύ δύσκολο, για να μην πούμε σχεδόν ανέφικτο, να αφήσει την πλειοψηφία της τάξης και να ασχοληθεί με ένα ή δύο παιδιά που εμφανίζουν κάποια προβλήματα. Και εφόσον στο σχολείο λειτουργούν Τμήματα Ένταξης ή Παράλληλης Στήριξης, το πρόβλημα του παιδιού, στον τομέα των γνώσεων, μπορεί να μετριασθεί ως ένα βαθμό. Ωστόσο στον ευαίσθητο τομέα της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του, ίσως ορισμένες φορές μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα. Και αυτό γιατί η μη συμμετοχή του στην ίδια σχολική τάξη με τους συνομηλίκους του, έχει αποδειχθεί από την έρευνα, ότι από μόνη της συμβάλει στην περιθωριοποίησή του και οδηγεί σταδιακά στον κοινωνικό του αποκλεισμό. Άλλωστε για αυτόν ακριβώς το λόγο η νέα τάση στο χώρο της εκπαίδευσης, εισηγείται πλέον ανεπιφύλακτα «ένα σχολείο κοινό για όλους».
Αυτό είναι και το σημείο που πρέπει ιδιαίτερα να προσέξουν οι αιρετοί Άρχοντές μας. Επειδή ακριβώς ο τρόπος λειτουργίας των Κ.Δ.Α.Π είναι τελείως διαφορετικός από τον τρόπο λειτουργίας του Δημοτικού Σχολείου είναι σε θέση να προσφέρει ασυγκρίτως περισσότερα και θετικότερα στον τομέα της διαμόρφωσης του χαρακτήρα των παιδιών αποτελέσματα. Η σαφής υπεροχή τους έγκειται επιπλέον και στο γεγονός ότι λειτουργούν αδιαλείπτως όλες τις μέρες του χρόνου και έτσι οι παρεμβάσεις εφαρμόζονται συνεχώς χωρίς να διακόπτονται επί τρίμηνο περίπου το καλοκαίρι ή κατά τις 15νθήμερες αργίες των Χριστουγέννων και του Πάσχα, όπως συμβαίνει με τα Δημοτικά Σχολεία, ιδιαίτερα όμως και για τους παρακάτω λόγους: 
Οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στα Κ.Δ.Α.Π στην πλειοψηφία τους δεν έχουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Ωστόσο επιλέγονται από τους παιδαγωγούς, γυμναστές κλπ να διεξαχθούν και ανταγωνιστικά παιχνίδια, προκειμένου να επιτευχθούν συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί στόχοι. Σε αυτά κερδίζουν όλοι ανεξαιρέτως, είτε είναι καλοί μαθητές στο σχολείο, είτε όχι. Οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πολύ καλά, αν κάποιο παιδί χρειάζεται μεγαλύτερη ενίσχυση και υποστήριξη, τον «τρόπο» να κερδίζει στα παιχνίδια, περισσότερες φορές από ό,τι τα υπόλοιπα παιδιά. Είναι σε θέση να του προσδώσουν ρυθμιστικούς, διαιτητικούς ή άλλους βοηθητικούς ρόλους κατά τη διάρκεια διεξαγωγής τους, που έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του κύρους και της αυτοπεποίθησής τους. Ταυτόχρονα είναι σε θέση να μετριάσουν, εφόσον το κρίνουν απαραίτητο, τυχόν εσωστρέφεια ή εκδηλωμένη υπεροπτική ή αλαζονική συμπεριφορά κάποιου παιδιού που υπερέχει στον τομέα των γνωστικών ικανοτήτων έναντι των άλλων παιδιών. Με τον τρόπο αυτό οι μεν διστακτικοί και λιγότερο τολμηροί μαθητές ενθαρρύνονται να συμμετάσχουν σε όλα τα δρώμενα του χώρου, αναδεικνυόμενοι νικητές αρκετές φορές, οι έχοντες δε ιδιαίτερες γνωστικές ικανότητες να είναι σε θέση να μετριάσουν ή και να αποβάλλουν ακόμη τυχόν αισθήματα συνεχούς υπεροχής, αποδεχόμενοι ενίοτε την ανωτερότητα των άλλων συμμαθητών τους.        
Κυρίως όμως οι δραστηριότητες που διεξάγονται στα Κ.Δ.Α.Π είναι δραστηριότητες μη ανταγωνιστικού χαρακτήρα. Είναι ομαδικές δραστηριότητες που κεντρίζουν το ενδιαφέρον κάθε παιδιού, προσαρμοζόμενες ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους. Είναι δομημένες μουσικοκινητικές, θεατρικές ή άλλες δραστηριότητες παρμένες από εγχειρίδια εγκρίτων παιδαγωγών και άλλων ειδικών και έχουν συγκεκριμένους παιδαγωγικούς στόχους. Μέσα από αυτές καλλιεργείτε πραγματικά το ομαδικό πνεύμα συνεργασίας, ενώ η αντίστοιχη ομαδοσυνεργατική διδασκαλία που εφαρμόζεται στο σχολείο, συγκρινόμενη με αυτές, υπολείπεται αισθητά. Και αυτό είναι φανερό εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειοψηφία των παιδιών και ιδιαίτερα οι «αδύνατοι» μαθητές αισθάνονται πιο άνετα όταν βρίσκονται σε χώρους διαφορετικούς από αυτούς της διδασκαλίας και της μάθησης. Αισθάνονται πιο άνετα όταν δεν είναι υποχρεωμένοι να ασχολούνται με το βιβλίο και τη συνεχή υποχρέωση για μελέτη του. Αισθάνονται πιο άνετα όταν αυτό με το οποίο ασχολούνται τους κεντρίζει το ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα τους δίνει την ευκαιρία να αναδειχθούν και να πρωταγωνιστήσουν, κάτι που είναι αδύνατον να πραγματοποιήσουν κατά την παρουσία τους στην αίθουσα ενός Σχολείου και ιδιαίτερα κατά την «αξιολόγησή» τους. 
Αυτό είναι ασυγκρίτως και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των Κ.Δ.Α.Π, έναντι των άλλων Σχολείων. Το ειδικά διαμορφωμένο και προσαρμοσμένο, στα ενδιαφέροντα αλλά κυρίως στις ανάγκες των παιδιών, ευέλικτο ειδικό παιδαγωγικό πρόγραμμα που εφαρμόζεται. Ένα πρόγραμμα που είναι σε θέση να προσφέρει ασύγκριτα περισσότερα και θεαματικότερα, στον τομέα της διαμόρφωσης της συμπεριφοράς ενός παιδιού, αποτελέσματα. Είναι η αξιοποίηση, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, των ιδιαιτέρων ενδιαφερόντων των παιδιών με την πραγματοποίηση ευχάριστων και εποικοδομητικών δραστηριοτήτων. Δραστηριοτήτων που εφαρμοζόμενες για μακρόχρονα χρονικά διαστήματα διαμορφώνουν σταδιακά μια υγιή προσωπικότητα. Δραστηριοτήτων, που, σε προβληματικές καταστάσεις, επιφέρουν σημαντικές αλλαγές και βελτιώσεις στο χαρακτήρα των «δύσκολων» παιδιών.    
Θα τελειώσουμε επανερχόμενοι επί τροχάδην στις προβληματικές καταστάσεις, γιατί είναι αυτές που τα τελευταία χρόνια έκαναν δειλά – δειλά την εμφάνισή τους, από τις προηγμένες!! χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ. Και μπορεί να μην έχουμε ακόμη περιστατικό εισόδου ενός μη κοινωνικοποιημένου νεαρού στο σχολείο και την «εκτέλεση» μαθητών – συμμαθητών και δασκάλων του, έχουμε όμως μηνύματα ότι ίσως αυτά τα φαινόμενα δε θα αργήσουν να περάσουν και στον ελλαδικό χώρο. Μπορεί να μην ξέραμε πριν λίγα χρόνια τι σημαίνει «σχολικός εκφοβισμός», τώρα όμως δυστυχώς ως φαινόμενο μπαίνει όλο και περισσότερο στη ζωή μας. Γιατί, όπως και πάλι προαναφέρθηκε, αν η «εναντιωματική προκλητική διαταραχή» που εμφανίζεται σε αρκετά μεγάλο αριθμό παιδιών τα τελευταία χρόνια δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και έγκυρα με τη συνεργασία ειδικών είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εξελιχθεί πολύ σύντομα σε «διαταραχή της διαγωγής». Και αν και πάλι δεν αντιμετωπισθεί με μακρόχρονες ειδικές ψυχοπαιδαγωγικές παρεμβάσεις είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα εξελιχθεί σε παραβατική πλέον συμπεριφορά. 
Οι εμπλοκή νέων ατόμων σε σκληρές και βίαιες σε βάρος άλλων συνομηλίκων τους πράξεων είναι το «αγαπημένο» θέμα των Μ.Μ.Ε. Δυστυχώς  δεν εμφανίζονται μόνο στις μεγαλουπόλεις αλλά πλέον είναι παρούσες στις μικρότερες πόλεις και στα χωριά. Σχεδόν καθημερινά πληροφορούμαστε ότι νεαροί ηγούνται μικρών ομάδων και προκαλούν λεκτικούς, σωματικούς, κοινωνικούς, ηλεκτρονικούς και λοιπούς σχολικούς εκφοβισμούς (school bullying). Πληροφορούμαστε ότι το κακό δυστυχώς συνεχίζεται ακόμη και στους χώρους των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, όπως το πρόσφατο περιστατικό από την πόλη των Ιωαννίνων μας επιβεβαιώνει. Και όλα αυτά γιατί εμείς, οι αρμόδιοι, δεν ενεργήσαμε έγκαιρα, προσπαθώντας να τροποποιήσουμε παρόμοιες ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Γιατί δεν ενεργήσαμε με γνώμονα το ψυχοσωματικό και πνευματικό συμφέρον των παιδιών μας. Γατί δεν ενεργήσαμε με πρόγραμμα ουσίας, που να στοχεύει στην πρώιμη εξάλειψη ή δυνατόν τέτοιων συμπεριφορών, πριν εξελιχθούν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Γιατί δεν ενεργήσαμε στο χώρο του Δημοτικού Σχολείου, αλλά κυρίως στο χώρο των Κ.Δ.Α.Π, με την παροχή της ειδικής εκείνης παιδαγωγικής βοήθειας που απαιτείται σε κάθε «ιδιαίτερη» περίπτωση. 
Φυσικά αν δεν ενεργήσουμε εμείς έγκαιρα και έγκυρα θα ενεργήσουν, όπως προαναφέρθηκε, αργότερα οι διωκτικές αρχές με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους νέους μας, τις οικογένειές τους, τα «θύματά» τους, τις οικογένειες των θυμάτων τους και ολόκληρη την κοινωνία γενικότερα. Άλλωστε για αυτό και ο θυμόσοφος λαός τόνιζε και συνεχώς εξακολουθεί να τονίζει: «κάλλιον του θεραπεύειν το προλαμβάνειν».
  
      Αγαπητοί μας Άρχοντες, γονείς και παιδιά, συναδέλφισσες και συνάδελφοι πιστεύουμε ότι αυτό ήταν ένα από τα βασικά, μεταξύ των άλλων, κίνητρα που ώθησαν τον πρώην Υπουργό Παιδείας να προσπαθήσει να εισαγάγει τη «Δημιουργική Απασχόληση» ως βασικό τμήμα του εκπαιδευτικού προγράμματος στο Δημοτικό Σχολείο. Και ενώ ο Θεσμός αυτός υπάρχει και ήδη λειτουργεί εδώ και πάνω από 20 περίπου χρόνια, έχοντας να επιδείξει αξιολογότατα αποτελέσματα (μόλις μέσα σε πέντε χρόνια τα παιδιά που φοιτούν στα Κ.Δ.Α.Π τριπλασιάστηκαν, ξεπερνώντας τις 20.000) εσείς οι συναρμόδιοι για τις τύχες των παιδιών μας άρχοντες της Τοπικής - Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, αλλά και πρώην υπουργοί, ίσως δεν γνωρίζετε ακόμη και σήμερα ποια ακριβώς είναι η αποστολή μας. Ίσως δεν γνωρίζετε ότι ο Θεσμός των Κ.Δ.Α.Π, πέραν από την συμβολή τους στην εργαζόμενη μητέρα στην οικογένεια γενικότερα, είναι με τον τρόπο που λειτουργεί ένας θεσμός που εντάσσεται στο γενικότερο εκπαιδευτικό περιβάλλον της Χώρας μας. Και αυτό γιατί, όπως επισημάνθηκε και πιστεύουμε ότι με απλό τρόπο αποδείχθηκε, συμβάλει τα μέγιστα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών που φοιτούν σε αυτά, καθώς και στην τροποποίηση, με τη χρήση έγκυρων επιστημονικών μεθόδων, τυχόν εκδηλωμένων ανεπιθύμητων από μέρους τους συμπεριφορών.  
Γι’ αυτό λοιπόν πιστεύουμε ότι είναι πλέον καιρός όλοι οι παραπάνω Φορείς, αφού ενημερωθούν σωστά για τον ρόλο και την αποστολή των Κ.Δ.Α.Π, να σκύψουν με αίσθημα ευθύνης στα προβλήματα των παιδιών, όπως αυτά συνοπτικά αναφέρθηκαν παραπάνω. Να τα προσεγγίσουν με επιστημονικά κριτήρια και γνώμονα το συμφέρον παιδιού, οικογένειας και ελληνικής κοινωνίας γενικότερα. Δεν είναι καιρός για αποσπασματικές, ευκαιριακές κινήσεις, γιατί αυτές είναι απολύτως βέβαιο ότι θα μας οδηγήσουν στη ραγδαία αύξηση του αριθμού των νέων μας που θα εκδηλώσουν στο μέλλον παραβατική συμπεριφορά. Θα μας οδηγήσουν να προσπαθούμε να μπαλώσουμε ως γονείς, ως εκπαιδευτικοί, ως αιρετοί άρχοντες εκ των υστέρων τα λάθη μας. Θα μας οδηγήσουν να συμπεριφερθούμε ως άλλοι «Πόντιοι Πιλάτοι» αποποιούμενοι την ευθύνη  μας και σκορπώντας την ο καθένας σε άλλα πρόσωπα και Φορείς. 
Όταν όμως το φαινόμενο αυτό εμφανισθεί στον τόπο μας, στο σχολείο, στη γειτονιά, στο χωριό, στην πόλη μας εμείς οι «αψεγάδιαστοι» εκπαιδευτικοί, εμείς οι έχοντες την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των κατοίκων του τόπου μας αιρετοί άρχοντες της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, εμείς οι έχοντες νωπή την λαϊκή εντολή για διακυβέρνηση νομοθετούντες Βουλευτές, ίσως τρέξουμε να καταστήσουμε αποδιοπομπαίους τράγους το παιδί και τους γονείς του για τη συμπεριφορά αυτή. Ίσως ρίξουμε, ως άλλοι «αναμάρτητοι», πρώτοι τον «λίθο» στα πρόσωπα αυτά, καθιστώντας τους ως τους αποκλειστικά υπεύθυνους για τη συμπεριφορά του παιδιού τους. Ίσως ποτέ να μη φανταστούμε ότι η αδιαφορία μας ως Εκπαιδευτικοί, η ανευθυνότητά μας ως Αιρετοί και η απουσία μας από έναν κεντρικό εκπαιδευτικό σχεδιασμό ως Βουλευτές, για θέματα ΠΑΙΔΕΙΑΣ και διαμόρφωσης της συμπεριφοράς των νέων μας, μας καθιστούν συνυπεύθυνους, για να μην πω τους βασικούς υπευθύνους για τα περιστατικά αυτά, από την ευθύνη που τελικά αναλογεί στους γονείς τους. 
Ένα όμως είναι σίγουρο, ότι ενδόμυχα η ευθύνη αυτή πάντα θα βαραίνει όλους εμάς. Θα μας ελέγχουν οι σκέψεις, αν τελικά πράξαμε αντίθετα από ό,τι πραγματικά πιστεύαμε, προτάσσοντας οικονομικές ή άλλες παρόμοιες ευτελείς δικαιολογίες. Και όσο πιο υψηλή είναι η θέση μας, η αποστολή μας σε αυτή την κοινωνία, τόσο περισσότερες είναι και οι ευθύνες που μας αναλογούν για τις οποίες και τελικά θα κριθούμε από το σύνολό της. 
Σε κάθε περίπτωση ένα είναι σίγουρο, ότι η ευθύνη του σχεδιασμού της ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ που άπτεται των αρμοδιοτήτων των αιρετών Αρχόντων, Τοπικών, Περιφερειακών και Νομοθετούντων και η υλοποίησή της που βαρύνει εμάς τους εκπαιδευτικούς είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη, από την τυχόν ευθύνη των φυσικών γονέων των παιδιών και του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. 
Ας αποδείξουμε λοιπόν έμπρακτα όλοι εμείς οι «αρμόδιοι» ότι υπάρχουμε δίπλα στην οικογένεια και ιδιαίτερα στα νεαρά μέλη της, προσπαθώντας από κοινού για την διάπλαση της προσωπικότητάς τους. Για την διαμόρφωση υγιών προσωπικοτήτων που θα οδηγήσουν αυτόν τον τόπο σε ένα καλύτερο αύριο γεγονός που αποτελεί την ύψιστη υποχρέωσή μας.                 
Όλγα Τριανταφυλλίδου – Ταγλαρίδου
Παιδαγωγός – Ma S.E.N.
Στο Κ.Δ.Α.Π. «ΜΠΑΤΑΝΙ»
Της ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΦΕΛΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΙΣΗΣ
Του ΔΗΜΟΥ ΕΔΕΣΣΑΣ




ΚΕΝΤΡΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ (Κ.Δ.Α.Π.) Μια παιδαγωγική «Όαση» εποικοδομητικών δραστηριοτήτων 2ο Μέρος: Η συμβολή τους στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών ΚΕΝΤΡΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ (Κ.Δ.Α.Π.) Μια παιδαγωγική «Όαση» εποικοδομητικών δραστηριοτήτων 2ο Μέρος: Η συμβολή τους στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών Reviewed by G.Anesto on Μαρτίου 29, 2015 Rating: 5
Από το Blogger.